- σιλίκωση
- (Ιατρ.). Μορφή πνευμονοκονίωσης που οφείλεται σε συσσώρευση σκόνης πυριτίου στον πνευμονικό ιστό. Οι κρύσταλλοι του πυρίτιου όταν εισπνέονται, τραυματίζουν το λεπτότατο τοίχωμα των κυψελίδων του πνεύμονα και εισχωρούν στις λεμφικές οδούς του συνδετικού ιστού (στάση της λέμφου και χρονία φλεγμονή του συνδετικού ιστού) με αποτέλεσμα τη σκλήρυνση του.
Νόσος επαγγελματική πολύ συχνή, η σ. πρέπει να προλαμβάνεται με την κατάλληλη προφύλαξη, που βασίζεται κυρίως στην εφαρμογή αυστηρών κανόνων υγιεινής και στη χρησιμοποίηση ειδικά κατασκευασμένων προστατευτικών προσωπίδων.
Η σ. λέγεται και πυριτίαση.
Στην ακτινογραφία, διακρίνεται η εντονότερη σκιαγράφηση του πνεύμονα (1) και διάχυτα οζίδια (καθαρότερα φαίνονται στις περιοχές που περικλείουν οι διακεκομμένες γραμμές).
Τμήμα πνεύμονα που έχει προσβληθεί από πνευμονοκονίαση με διάχυτη ίνωση.
* * *η, Νιατρ. η πυριτίαση.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. silicosis < silic- (< λατ. silex, -icis «χαλίκι, πυρόλιθος», πρβλ. σιλικ-όνη) + κατάλ. -ōsis (< κατάλ. -ωσις < ρ. σε -ώνω)].
Dictionary of Greek. 2013.